- κατάπλασις
- κατάπλασιςplasteringfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπλάσεις — κατάπλασις plastering fem nom/voc pl (attic epic) κατάπλασις plastering fem nom/acc pl (attic) καταπλάσσω plaster over aor subj act 2nd sg (epic) καταπλάσσω plaster over fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλάσιος — κατάπλασις plastering fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπλαση — η (Α κατάπλασις) [καταπλάσσω] εφαρμογή εμπλάστρου ή καταπλάσματος πάνω σε σημείο τού σώματος που πάσχει νεοελλ. ιατρ. 1. καταπλασία* 2. το στάδιο παρακμής ενός οργανισμού … Dictionary of Greek
καταπλάσεως — καταπλάσεω̆ς , κατάπλασις plastering fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλάσῃ — καταπλάσηι , κατάπλασις plastering fem dat sg (epic) καταπλάσσω plaster over aor subj mid 2nd sg καταπλάσσω plaster over aor subj act 3rd sg καταπλάσσω plaster over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)